- ευθεία
- ηγραμμή με σταθερή κατεύθυνση, που είναι και η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐθεῖα — fem nom/voc sg εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεία — εὐθεί̱ᾱ , εὐθεῖα fem nom/voc/acc dual εὐθείᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθείᾳ — εὐθεί̱ᾱͅ , εὐθεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) εὐθείᾱͅ , εὐθύς 1 straight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… … Dictionary of Greek
κατακόρυφος ή κατακόρυφη — Ευθεία κάθετη στην επιφάνεια υγρών που βρίσκονται σε ηρεμία. Η κ. έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, είναι κάθετη στο μέσο του επιπέδου του ορίζοντα και διαιρεί την ουράνια σφαίρα σε δύο αντιδιαμετρικά σημεία, στο ζενίθ και στο ναδίρ. Κ.… … Dictionary of Greek
εὐθεῖαι — εὐθεῖα fem nom/voc pl εὐθύς 1 straight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek